Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τῇ ἀποδόσει

  • 1 αποδόσει

    ἀπόδοσις
    giving back: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποδόσεϊ, ἀπόδοσις
    giving back: fem dat sg (epic)
    ἀπόδοσις
    giving back: fem dat sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > αποδόσει

  • 2 ἀποδόσει

    ἀπόδοσις
    giving back: fem nom /voc /acc dual (attic epic)
    ἀποδόσεϊ, ἀπόδοσις
    giving back: fem dat sg (epic)
    ἀπόδοσις
    giving back: fem dat sg (attic ionic)

    Morphologia Graeca > ἀποδόσει

  • 3 отчет

    отчет
    м ὁ ἀπολογισμός, ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ λογοδοσία/ τά πρακτικά (съезда и т. п.):
    финансовый \отчет ὁ οἰκονομικός ἀπολογισμός· давать кому́-л. \отчет в чем-л. δίνω λογαριασμό σέ κάποιον γιά κάτι· давать \отчет в своих посту́пках δίνω λόγο γιά τίς πράξεις μου· ◊ дать себе \отчет συ-ναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι· не давая себе \отчета χωρίς νά σκεφθώ, ἀστόχαστα, ἀπερίσκεπτα· брать деньги под \отчет παίρνω χρήματα ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού.

    Русско-новогреческий словарь > отчет

  • 4 подотчетностьый

    подотчетность||ый
    прил
    1. (о человеке) ὑπόλογος, ὑπεύθυνος·
    2. (о деньгах) ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού.

    Русско-новогреческий словарь > подотчетностьый

  • 5 απόδοση

    [-ις (-εως)] η
    1) отдача; возвращение, возврат; επί αποδόσει λογαριασμού1 (деньги) под отчёт; 2) ответ (на приветствие, оскорбление и т. п.); 3) придание (значения); 4) воздавание, оказывание (почестей); отдача, отдавшие (чести); 5) приписывание (вины), вменение (в вину); 6) передача, воспроизведение; изложение; исполнение (музыкального произведения); 7) производительность, продуктивность; урожайность; 8) доход, прибыль; 9) грам, аподосис (главное предложение в условном периоде)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > απόδοση

  • 6 лимон

    а α.
    1. η λεμονιά.
    2. λεμόνι.
    εκφρ.
    выжатый- – (ίνθρωπος) στημένος σαν το λεμόνι, που δεν μπορεί πια να αποδόσει τίποτε άλλο.

    Большой русско-греческий словарь > лимон

  • 7 место

    -а, πλθ. места, мест ουδ.
    1. τόπος, μέρος• χώρος•

    рабочее место τόπος της δουλειάς•

    общественное место δημόσιος χώρος•

    место назначения τόπος προσδιορισμού•

    место рождения τόπος γένησης•

    глухое место έρημο (απόκεντρο) μέρος•

    прибыть на место φτάνω στο μέρος.

    2. θέση•

    уступить место παραχωρώ τη θέση•

    положить на место βάζω στη θέση.

    || θέση υπηρεσιακή•

    быть без -а είμαι χωρίς θέση.

    3. περικοπή, περίοδος, χωρίο.
    4.πλθ. επαρχία, ύπαιθρος• περιφέρεια.
    5. βαθμίδα•

    занимать первое место в соревновании παίρνω την πρώτη θέση στην άμιλλα.

    6. αντικείμενο, πράγμα αποσκευών.
    εκφρ.
    место заключения – τόπος εγκάθειρξης, φυλακή•
    к -у ή у -а – πάνω στην ώρα, στον κατάλληλο χρόνο ή στιγμή•
    не к -у ή не у -а – σε ακατάλληλη ώρα σε ακατάλληλο τόπο και χρόνο•
    на своём -е – στη θέση του (όπου μπορεί να αποδόσει περισσότερο)•
    на -е преступления – στον τόπο του εγκλήματος, επ αυτοφόρω, στα πράσα•
    на -е кого – στη θέση κάποιου•
    на -е уложить (положить, убить) φονεύω επι τόπου•
    поставить на (своё) место кого ή указать место кому – βάζω κάποιον στη θέση του (επιτ ιμώ παρεκτρεπό-μενο)•
    сердце (душа) не на -е – σπάραξε η καρδιά (από φόβο)•
    не находить (себе) -а – δε με χωρά ο τόπος (ανησυχώ υπερβολικά)•
    с -а (брать, взять) – αμέσως, χωρίς καθυστέρηση•
    ни с -а – α) ούτε ρούπι, καθόλου μην (το κουνήσεις), β) μτφ. σημειωτό βήμα, στάσιμος•
    по -ам! – (παράγγελμα) στις θέσεις σας!•
    - а общего пользования – μέρη κοινής χρήσης (κουζίνα, αφοδευτήρια κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > место

  • 8 καθυποβάλλω

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθυποβάλλω

  • 9 ὑπαντάω

    ὑπαντ-άω, [dialect] Ion. [suff] ὑπαντ-έω APl.4.101: [tense] fut.
    A

    - ήσομαι J.AJ1.20.1

    , A.D. Synt.149.15, S.E.M.10.61: [tense] aor.

    - ήντησα Plu.Arat.34

    , [dialect] Dor.

    - άντᾱσα Pi.P.8.59

    :— come or go to meet, either as a friend, X.Cyr.3.3.2; or in arms, ib.1.4.22, 4.2.17;

    εἰς τὰς ὁδοὺς ὑ. Hyp.Eux.22

    , cf. SIG798.21 (Cyzicus, i A. D.);

    ὑ. τινί Pi.

    l. c., X.Cyr.6.3.15, Ev.Matt.8.28, etc.;

    ὑ. τῇ πόλει πρὸς τὴν χρείαν Plu.

    l. c.; πρὸς τὸ [βῆμα] POxy.1630.15 (iii A. D.): also c. gen.,

    ἀνδρῶν ἀγαθῶν παιδὸς ὑ. S.Ph. 719

    (anap., s. v. l.): —in App.BC5.45, the acc. ὄντα (sic codd., ὄντι Schweigh., Mendelss.) refers to σε κατιόντα ὁρῶν just before:—later in [voice] Med.,

    ὑπαντώμενος αὐτοῖς Hdn.2.5.5

    , cf. 3.11.3, 5.4.5, etc.
    2 meet, encounter, of a heavenly body, Ptol.Tetr. 132.
    II metaph., meet, i. e. agree to,

    ταῖς τιμαῖς Posidon.36

    J.; present oneself at,

    τῇ ἀποδόσει Sammelb. 6.23

    (iii A. D.);

    πρὸς τὴν ἀπόδοσιν BGU614.23

    (iii A.D.).
    2 meet, i.e. reply or object to,

    τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασι E.Supp. 398

    (s. v.l., v. ὕπαντα) ; πρός τινα or τι S.E.M.10.105, etc.; πρός τι ὑ. ὡς .. A.D. Synt.265.4: abs., εὐαρεστήσεως ὑπαντησομένης come in response, ensue, Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.85, cf. 100.
    3 occur to one,

    τῷ ῥήτορι Longin.16.4

    .
    4 fall in with,

    ἀνωμαλίᾳ S.E.M.1.6

    ; correspond with, A.D.Conj.232.23.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπαντάω

См. также в других словарях:

  • ἀποδόσει — ἀπόδοσις giving back fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποδόσεϊ , ἀπόδοσις giving back fem dat sg (epic) ἀπόδοσις giving back fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • Σιλανίων — Αθηναίος γλύπτης του 4ου αι. π.Χ. Ανήκε στην αττική σχολή της πλαστικής παρόλο που από ό,τι φαίνεται η οικογένεια του είχε έρθει στην Αθήνα από τα Μέγαρα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Πλίνιου, ήταν αυτοδίδακτος. Από τα έργα του εκείνο που χρησίμευσε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»